- Ἀλεξάνδρα
- Ἀλεξάνδρᾱ , Ἀλεξάνδρηfem nom/voc/acc dual (doric)Ἀλεξάνδρᾱ , Ἀλεξάνδρηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλεξάνδρᾳ — Ἀλεξάνδρᾱͅ , Ἀλεξάνδρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
ἀλέξανδρα — ἀλέξανδρος defending men neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπαδοπούλου, Αλεξάνδρα — (1868 – 1907). Ελληνίδα παιδαγωγός και συγγραφέας από την Κωνσταντινούπολη. Μετά τις σπουδές της δίδαξε σε δημοτικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, του Βουκουρεστίου και της Θεσσαλονίκης. Αρχικά με το ψευδώνυμο Σατανίσκη και αργότερα με το όνομά… … Dictionary of Greek
Δεληγιώργη, Αλεξάνδρα — (Θεσσαλονίκη 1947 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία και κοινωνιολογία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια στην έδρα της φιλοσοφίας της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα έχει… … Dictionary of Greek
Κολοντάι, Αλεξάνδρα Μιχαήλοβνα — (Alexandra Mikhailovna Kollontai, Αγία Πετρούπολη 1872 – Μόσχα 1952). Ρωσίδα συγγραφέας και διπλωμάτης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν κόρη του στρατηγού Τομάνοβιτς. Πήρε μέρος στις επαναστάσεις του Μαρτίου και του Οκτωβρίου του… … Dictionary of Greek
Λαλαούνη, Αλεξάνδρα — (Αθήνα 1894 – 1974). Μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε μουσική στο ωδείο Λότνερ, το μετέπειτα Ελληνικό Ωδείο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου δίδαξε φωνητική καθώς και γαλλική και ελληνική ορθοφωνία στο… … Dictionary of Greek
Ἀλεξάνδρας — Ἀλεξάνδρᾱς , Ἀλεξάνδρη fem acc pl (doric) Ἀλεξάνδρᾱς , Ἀλεξάνδρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξάνδραν — Ἀλεξάνδρᾱν , Ἀλεξάνδρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέξανδρ' — ἀλέξανδρα , ἀλέξανδρος defending men neut nom/voc/acc pl ἀλέξανδρε , ἀλέξανδρος defending men masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)